- ακραιφνής
- ης, ες истинный, настоящий, верный (о человеке);
ακραιφνής φίλος — истинный друг;
ακραιφνής οπαδός — верный сторонник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακραιφνής φίλος — истинный друг;
ακραιφνής οπαδός — верный сторонник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀκραιφνής — unmixed pure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακραιφνής — ές (Α ἀκραιφνής) καθαρός, ανόθευτος, αγνός, γνήσιος νεοελλ. άδολος, ανυστερόβουλος, ειλικρινής αρχ. άθικτος, ανέπαφος, απαραβίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη τών σχολιαστών ότι η λ. ἀκραιφνὴς προέρχεται από αρχικό τ. *ἀκεραιο φανὴς <… … Dictionary of Greek
ακραιφνής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, γνήσιος, ειλικρινής: Ήταν πάντα ακραιφνής πατριώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκραιφνῆ — ἀκραιφνής unmixed pure neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκραιφνής unmixed pure masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκραιφνής unmixed pure masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραιφνέστερον — ἀκραιφνής unmixed pure adverbial comp ἀκραιφνής unmixed pure masc acc comp sg ἀκραιφνής unmixed pure neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραιφνεῖ — ἀκραιφνής unmixed pure masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκραιφνής unmixed pure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραιφνεῖς — ἀκραιφνής unmixed pure masc/fem acc pl ἀκραιφνής unmixed pure masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραιφνέα — ἀκραιφνής unmixed pure neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀκραιφνής unmixed pure masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραιφνές — ἀκραιφνής unmixed pure masc/fem voc sg ἀκραιφνής unmixed pure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραιφνέστατα — ἀκραιφνής unmixed pure adverbial superl ἀκραιφνής unmixed pure neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραιφνέστατον — ἀκραιφνής unmixed pure masc acc superl sg ἀκραιφνής unmixed pure neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)